καλυβόσπιτο

καλυβόσπιτο
το
μικρό και φτωχικό σπίτι που μοιάζει με καλύβα, αλλ. σπιτοκάλυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβα + -σπιτο (< σπίτι), πρβλ. κουκλό-σπιτο, νοικοκυρό-σπιτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλυβόσπιτο — το μικρό σπίτι που μοιάζει με καλύβι: Γκρέμισε αυτό το καλυβόσπιτο και φτιάξε κάνα καλύτερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σιριονό — Φυλή Ινδιάνων, που κατοικούν στα τροπικά δάση της Ανατολικής Βολιβίας. Η γλώσσα τους ανήκει στην οικογένεια των Τουπιγκουαρανικών γλωσσών. Διατηρούν τη λατρεία διάφορων πνευμάτων. Οι Σ. είναι χωρισμένοι σε νομαδικές κοινότητες από 30 έως 120… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”